γελάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γελάστρια < ελληνιστική κοινή γελάστρια < αρχαία ελληνική γελαστής < γελάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γελάστρια θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γελάστρια
|