γεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γεύω < θεωρείται ότι η ρίζα του γευσ είναι συγγενής με του λατινικού gustare και με του σανσκριτικού gush
Ρήμα[επεξεργασία]
γεύω (μέσο: γεύομαι, μεταγενέστερο, σήμαινε τρώγω)
- παρέχω γεύση
- αισθάνομαι γεύση, δοκιμάζω