γκαβωμάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαβωμάρα οι γκαβωμάρες
      γενική της γκαβωμάρας
    αιτιατική την γκαβωμάρα τις γκαβωμάρες
     κλητική γκαβωμάρα γκαβωμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκαβωμάρα < γκαβός + -ωμάρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκαβωμάρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]