γλυκοκουβέντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυκοκουβέντα | οι | γλυκοκουβέντες |
γενική | της | γλυκοκουβέντας | — | |
αιτιατική | τη | γλυκοκουβέντα | τις | γλυκοκουβέντες |
κλητική | γλυκοκουβέντα | γλυκοκουβέντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλυκοκουβέντα θηλυκό
- κουβέντα που γίνεται με γλυκύτητα και ευπροσηγορία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκοκουβέντα
|