δακτυλοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δακτυλοσκόπηση | οι | δακτυλοσκοπήσεις |
γενική | της | δακτυλοσκόπησης* | των | δακτυλοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | δακτυλοσκόπηση | τις | δακτυλοσκοπήσεις |
κλητική | δακτυλοσκόπηση | δακτυλοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δακτυλοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δακτυλοσκόπηση < (μαρτυρείται από το 1895) < dactyloscopie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δακτυλοσκόπηση θηλυκό
- εξακρίβωση της ταυτότητας μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων
- διερεύνηση για ύπαρξη παθολογικών καταστάσεων με τη χρήση των δαχτύλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δακτυλοσκόπηση
|