δασοπυρόσβεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δασοπυρόσβεση | οι | δασοπυροσβέσεις |
γενική | της | δασοπυρόσβεσης* | των | δασοπυροσβέσεων |
αιτιατική | τη | δασοπυρόσβεση | τις | δασοπυροσβέσεις |
κλητική | δασοπυρόσβεση | δασοπυροσβέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασοπυροσβέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασοπυρόσβεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασοπυρόσβεση θηλυκό
- ενέργεια σβέσης φωτιάς που λαμβάνει χώρα σε δασική έκταση
- υπηρεσία κατάσβεσης φωτιάς σε δασότοπους και δρυμούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασοπυρόσβεση
|