δενδρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δενδρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dendrology < αρχαία ελληνική δένδρον + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δενδρολογία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος που μελετά τα δέντρα από πολλές απόψεις: ανάπτυξη, ξύλευση, αντοχή στις ασθένειες, χρήση στον καλλωπισμό χώρων κ.λπ.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δενδρολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)