διίσθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διίσθμιση | οι | διισθμίσεις |
γενική | της | διίσθμισης* | των | διισθμίσεων |
αιτιατική | τη | διίσθμιση | τις | διισθμίσεις |
κλητική | διίσθμιση | διισθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διισθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διίσθμιση < ελληνιστική κοινή διϊσθμίζω + -ση < διά + αρχαία ελληνική ἰσθμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διίσθμιση θηλυκό
- το πέρασμα πλοίων από ισθμό (με δίολκο ή άλλο τρόπο)
- ※ Το συνολικό μήκος του Δίολκου από τη μία ακτή στην άλλη πλευρά ήταν περίπου 8 χλμ. Σήμερα είναι γνωστή η πορεία του σε ένα μήκος περίπου 1 χλμ. Η διίσθμιση των πλοίων γινόταν επί λιθόστρωτης οδού πλάτους μεταξύ 3,5 και 4 μέτρων. (www.archaiologia.gr, 21.01.2022)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διίσθμιση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)