διακονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακονώ < αρχαία ελληνική διακονέω / διακονῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
διακονώ
- υπηρετώ με αφοσίωση (μια επιστήμη, ένα σκοπό κ.λπ.)
- (θρησκεία) είμαι διάκονος κι ασκώ τα σχετικά καθήκοντα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακονώ | διακονούσα | θα διακονώ | να διακονώ | διακονώντας | |
β' ενικ. | διακονείς | διακονούσες | θα διακονείς | να διακονείς | (διακόνει) | |
γ' ενικ. | διακονεί | διακονούσε | θα διακονεί | να διακονεί | ||
α' πληθ. | διακονούμε | διακονούσαμε | θα διακονούμε | να διακονούμε | ||
β' πληθ. | διακονείτε | διακονούσατε | θα διακονείτε | να διακονείτε | διακονείτε | |
γ' πληθ. | διακονούν(ε) | διακονούσαν(ε) | θα διακονούν(ε) | να διακονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακόνησα | θα διακονήσω | να διακονήσω | διακονήσει | ||
β' ενικ. | διακόνησες | θα διακονήσεις | να διακονήσεις | διακόνησε | ||
γ' ενικ. | διακόνησε | θα διακονήσει | να διακονήσει | |||
α' πληθ. | διακονήσαμε | θα διακονήσουμε | να διακονήσουμε | |||
β' πληθ. | διακονήσατε | θα διακονήσετε | να διακονήσετε | διακονήστε | ||
γ' πληθ. | διακόνησαν διακονήσαν(ε) |
θα διακονήσουν(ε) | να διακονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακονήσει | είχα διακονήσει | θα έχω διακονήσει | να έχω διακονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακονήσει | είχες διακονήσει | θα έχεις διακονήσει | να έχεις διακονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακονήσει | είχε διακονήσει | θα έχει διακονήσει | να έχει διακονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακονήσει | είχαμε διακονήσει | θα έχουμε διακονήσει | να έχουμε διακονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακονήσει | είχατε διακονήσει | θα έχετε διακονήσει | να έχετε διακονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακονήσει | είχαν διακονήσει | θα έχουν διακονήσει | να έχουν διακονήσει |
|