διαμαντόσκονη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαντόσκονη οι διαμαντόσκονες
      γενική της διαμαντόσκονης των διαμαντόσκονων
    αιτιατική τη διαμαντόσκονη τις διαμαντόσκονες
     κλητική διαμαντόσκονη διαμαντόσκονες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμαντόσκονη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαμαντόσκονη θηλυκό

  1. σκόνη από διαμάντια
  2. η σκόνη που έχει κόκκους οι οποίοι γυαλίζουν/λαμπυρίζουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]