διαφυλάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφυλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαφυλάσσω (αρχαία σημασία: παρατηρώ προσεχτικά) [1] < δια- + φυλάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.fiˈla.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φυ‐λάσ‐σω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαφυλάσσω, αόρ.: διαφύλαξα, παθ.φωνή: διαφυλάσσομαι, π.αόρ.: διαφυλάχθηκα, μτχ.π.π.: διαφυλαγμένος
- φυλάω, φροντίζω να μη χαθεί, να μην καταστραφεί
- άλλες μορφές: διαφυλάττω (λόγιο), διαφυλάγω
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις δια και φυλάω
Κλίση[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ διαφυλάσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διαφυλάσσω
- παρατηρώ προσεχτικά
- (ελληνιστική σημασία) προστατεύω, κρατάω ασφαλές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- διαφυλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαφυλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)