διδακτόρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδακτόρισσα < διδάκτορας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδακτόρισσα θηλυκό
- θηλυκό του διδάκτορας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διδακτόρισσα
|