διυλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διυλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διυλίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

διυλίζω, αόρ.: διύλισα, παθ.φωνή: διυλίζομαι, π.αόρ.: διυλίστηκα, μτχ.π.π.: διυλισμένος

  1. αφαιρώ τις προσμείξεις από ένα υγρό, φιλτράρω
  2. αναλύω κάτι με επιμονή και σχολαστικότητα
    διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διυλίζω, ήδη τον 6ο αιώνα στον Μίμνερμο < (διά) δι- + ὑλίζω < ὕλ(η) + -ίζω [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

διυλίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]