δουλοκτησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δουλοκτησία θηλυκό
- το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ιδιοκτησία δούλων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δουλοκτησία
|