δραγάτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραγάτισσα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του δραγάτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραγάτισσα
|