δρεπανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δρεπανίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δρεπανίζω | δρεπάνιζα | θα δρεπανίζω | να δρεπανίζω | δρεπανίζοντας | |
β' ενικ. | δρεπανίζεις | δρεπάνιζες | θα δρεπανίζεις | να δρεπανίζεις | δρεπάνιζε | |
γ' ενικ. | δρεπανίζει | δρεπάνιζε | θα δρεπανίζει | να δρεπανίζει | ||
α' πληθ. | δρεπανίζουμε | δρεπανίζαμε | θα δρεπανίζουμε | να δρεπανίζουμε | ||
β' πληθ. | δρεπανίζετε | δρεπανίζατε | θα δρεπανίζετε | να δρεπανίζετε | δρεπανίζετε | |
γ' πληθ. | δρεπανίζουν(ε) | δρεπάνιζαν δρεπανίζαν(ε) |
θα δρεπανίζουν(ε) | να δρεπανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δρεπάνισα | θα δρεπανίσω | να δρεπανίσω | δρεπανίσει | ||
β' ενικ. | δρεπάνισες | θα δρεπανίσεις | να δρεπανίσεις | δρεπάνισε | ||
γ' ενικ. | δρεπάνισε | θα δρεπανίσει | να δρεπανίσει | |||
α' πληθ. | δρεπανίσαμε | θα δρεπανίσουμε | να δρεπανίσουμε | |||
β' πληθ. | δρεπανίσατε | θα δρεπανίσετε | να δρεπανίσετε | δρεπανίστε | ||
γ' πληθ. | δρεπάνισαν δρεπανίσαν(ε) |
θα δρεπανίσουν(ε) | να δρεπανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δρεπανίσει | είχα δρεπανίσει | θα έχω δρεπανίσει | να έχω δρεπανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δρεπανίσει | είχες δρεπανίσει | θα έχεις δρεπανίσει | να έχεις δρεπανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δρεπανίσει | είχε δρεπανίσει | θα έχει δρεπανίσει | να έχει δρεπανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δρεπανίσει | είχαμε δρεπανίσει | θα έχουμε δρεπανίσει | να έχουμε δρεπανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δρεπανίσει | είχατε δρεπανίσει | θα έχετε δρεπανίσει | να έχετε δρεπανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δρεπανίσει | είχαν δρεπανίσει | θα έχουν δρεπανίσει | να έχουν δρεπανίσει |
|