δύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δύτρια | οι | δύτριες |
γενική | της | δύτριας | των | δυτριών |
αιτιατική | τη | δύτρια | τις | δύτριες |
κλητική | δύτρια | δύτριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δύτρια θηλυκό