εκφώνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκφώνηση | οι | εκφωνήσεις |
γενική | της | εκφώνησης* | των | εκφωνήσεων |
αιτιατική | την | εκφώνηση | τις | εκφωνήσεις |
κλητική | εκφώνηση | εκφωνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφωνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκφώνηση θηλυκό
- η ανάγνωση κειμένου ώστε να ακούγεται από άλλους
- Η εκφώνηση του προβλήματος έγινε με λανθασμένο τρόπο και δεν το έλυσε κανένας μαθητής!