ελασιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελασιμότητα < έλαση → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελασιμότητα θηλυκό ή ελατότητα
- η ικανότητα των μετάλλων και κραμάτων να επιδέχονται διάφορους τρόπους μορφοποίησης υπό πίεση, όπως σφυρηλάτηση και εξέλαση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελασιμότητα
|