ενδοουρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοουρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endourology < αρχαία ελληνική ἔνδον + οὖρον + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοουρολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική ειδικότητα, υποειδικότητα της ουρολογίας, κατά την οποία ο ουρολόγος προσεγγίζει τα ουρολογικά όργανα χωρίς ευρείες τομές
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοουρολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)