ενστασιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενστασιολογία < ἔνστασι(ς) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενστασιολογία θηλυκό
- η συνεχής αμφισβήτηση
- (νομικός όρος) η συνεχής υποβολή ενστάσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενστασιολογία
|