εξυγιαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυγιαίνω < αρχαία ελληνική ἐξυγιαίνω < ὑγιαίνω < ὑγίεια ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική assainir)
Ρήμα[επεξεργασία]
εξυγιαίνω (παθητική φωνή: εξυγιαίνομαι)
- (σπάνιο) κάνω κάτι υγιές, του ξαναδίνω την υγειά του
- συντελώ στην αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων (π.χ. διαφθοράς) που υπάρχουν σ’ έναν οργανισμό ή μια υπηρεσία, βοηθώ στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξυγίανση
- εξυγιαντικά
- εξυγιαντικός
- → δείτε τη λέξη υγεία
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξυγιαίνω | εξυγίαινα | θα εξυγιαίνω | να εξυγιαίνω | εξυγιαίνοντας | |
β' ενικ. | εξυγιαίνεις | εξυγίαινες | θα εξυγιαίνεις | να εξυγιαίνεις | εξυγίαινε | |
γ' ενικ. | εξυγιαίνει | εξυγίαινε | θα εξυγιαίνει | να εξυγιαίνει | ||
α' πληθ. | εξυγιαίνουμε | εξυγιαίναμε | θα εξυγιαίνουμε | να εξυγιαίνουμε | ||
β' πληθ. | εξυγιαίνετε | εξυγιαίνατε | θα εξυγιαίνετε | να εξυγιαίνετε | εξυγιαίνετε | |
γ' πληθ. | εξυγιαίνουν(ε) | εξυγίαιναν εξυγιαίναν(ε) |
θα εξυγιαίνουν(ε) | να εξυγιαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξυγίανα | θα εξυγιάνω | να εξυγιάνω | εξυγιάνει | ||
β' ενικ. | εξυγίανες | θα εξυγιάνεις | να εξυγιάνεις | εξυγίανε | ||
γ' ενικ. | εξυγίανε | θα εξυγιάνει | να εξυγιάνει | |||
α' πληθ. | εξυγιάναμε | θα εξυγιάνουμε | να εξυγιάνουμε | |||
β' πληθ. | εξυγιάνατε | θα εξυγιάνετε | να εξυγιάνετε | εξυγιάνετε | ||
γ' πληθ. | εξυγίαναν εξυγιάναν(ε) |
θα εξυγιάνουν(ε) | να εξυγιάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξυγιάνει | είχα εξυγιάνει | θα έχω εξυγιάνει | να έχω εξυγιάνει | ||
β' ενικ. | έχεις εξυγιάνει | είχες εξυγιάνει | θα έχεις εξυγιάνει | να έχεις εξυγιάνει | ||
γ' ενικ. | έχει εξυγιάνει | είχε εξυγιάνει | θα έχει εξυγιάνει | να έχει εξυγιάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξυγιάνει | είχαμε εξυγιάνει | θα έχουμε εξυγιάνει | να έχουμε εξυγιάνει | ||
β' πληθ. | έχετε εξυγιάνει | είχατε εξυγιάνει | θα έχετε εξυγιάνει | να έχετε εξυγιάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξυγιάνει | είχαν εξυγιάνει | θα έχουν εξυγιάνει | να έχουν εξυγιάνει |
|