εξωκομματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωκομματικά < εξωκομματικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξωκομματικά
- με εξωκομματικό τρόπο ή διαδικασίες, σε εξωκομματικό πλαίσιο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωκομματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξωκομματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξωκομματικό