εσωκομματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσωκομματικά < εσωκομματικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εσωκομματικά
- με εσωκομματικό τρόπο ή διαδικασίες, σε εσωκομματικό πλαίσιο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσωκομματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εσωκομματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωκομματικό