επακτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επακτή | οι | επακτές |
γενική | της | επακτής | των | επακτών |
αιτιατική | την | επακτή | τις | επακτές |
κλητική | επακτή | επακτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επακτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επακτός < αρχαία ελληνική ἐπακτός < ἐπάγω < ἐπί + ἄγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επακτή θηλυκό
- ο αριθμός των ημερών της σελήνης την 22η Μαρτίου (ίδιος μ’ αυτόν της 1ης Ιανουαρίου), χρήσιμος για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επακτή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επακτή