επακτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επακτή οι επακτές
      γενική της επακτής των επακτών
    αιτιατική την επακτή τις επακτές
     κλητική επακτή επακτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επακτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επακτός < αρχαία ελληνική ἐπακτός < ἐπάγω < ἐπί + ἄγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επακτή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

επακτή

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]