επαναταφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναταφή θηλυκό
- επαναενταφιασμός (λόγω μεταφοράς, έρευνας, βανδαλισμού, εγκλήματος, εύρεσης, γενετικής ταυτοποίησης κτλ) σε ίδιο ή άλλο τόπο ή τάφο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναταφή