εταίρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εταίρα | οι | εταίρες |
γενική | της | εταίρας | των | εταιρών |
αιτιατική | την | εταίρα | τις | εταίρες |
κλητική | εταίρα | εταίρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εταίρα < αρχαία ελληνική ἑταῖρα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εταίρα θηλυκό
- (επάγγελμα) πόρνη της αρχαιότητας που εκτός από τις υπηρεσίες πορνείας διέθετε ευρεία μόρφωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- εταίρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εταίρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)