ηλιοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιοσκοπία < ηλιο- + -σκοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοσκοπία θηλυκό
- η παρατήρηση του Ήλιου χάρη στο ηλιοσκόπιο
- μαντική βάσει της παρατήρησης του Ήλιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοσκοπία