ηνιοχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ηνιοχώ
- (κυριολεκτικά) είμαι ηνίοχος, οδηγώ άρμα κρατώντας τα ηνία
- (μεταφορικά) διευθύνω, κυβερνώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηνιοχώ
|