θαλασσασφάλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλασσασφάλεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλασσασφάλεια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλασσασφάλεια
→ δείτε τη λέξη ναυτασφάλεια |