θεαματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεαματικότητα < θεαματικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεαματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του θεαματικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεαματικότητα
|