θετικίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θετικίστρια < θετικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θετικίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη θετικιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θετικίστρια