ισοπολιτεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοπολιτεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοπολιτεία θηλυκό
- είναι η ίση πρόσβαση και συμμετοχή όλων στα δημόσια αξιώματα και τις αρχές
- η ισονομία, η ισότητα των πολιτών απέναντι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που διαθέτουν απέναντι στο κράτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοπολιτεία
|