ισοφάριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ισοφάριση | οι | ισοφαρίσεις |
γενική | της | ισοφάρισης | των | ισοφαρίσεων |
αιτιατική | την | ισοφάριση | τις | ισοφαρίσεις |
κλητική | ισοφάριση | ισοφαρίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοφάριση < ισοφαρί(ζω) + -ση < αρχαία ελληνική ἰσοφαρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοφάριση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του ισοφαρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοφάριση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ισο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)