καλυκοφόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλυκοφόρα | ||
γενική | των | καλυκοφόρων | ||
αιτιατική | τα | καλυκοφόρα | ||
κλητική | καλυκοφόρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλυκοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλυκοφόρος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλυκοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλυκοφόρα
|