καπνομαντεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνομαντεία οι καπνομαντείες
      γενική της καπνομαντείας των καπνομαντειών
    αιτιατική την καπνομαντεία τις καπνομαντείες
     κλητική καπνομαντεία καπνομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπνομαντεία < καπν(ός) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπνομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]