καπνομαντεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπνομαντεία θηλυκό
- προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στην κατεύθυνση του καπνού, καθώς και στα σχήματα που εμφανίζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνομαντεία