καππαδοκικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καππαδοκικά | ||
γενική | των | καππαδοκικών | ||
αιτιατική | τα | καππαδοκικά | ||
κλητική | καππαδοκικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καππαδοκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καππαδοκικός στον πληθυντικό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.pa.ðo.ciˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καπ‐πα‐δο‐κι‐κά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καππαδοκικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) νεοελληνική διάλεκτος, από τα μεσαιωνικά ελληνικά, που μιλιόταν στην Καππαδοκία με επιρροές από την τουρκική γλώσσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Καππαδοκία
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καππαδοκικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καππαδοκικό, ουδέτερο του καππαδοκικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)