καππαδοκικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καππαδοκικά
      γενική των καππαδοκικών
    αιτιατική τα καππαδοκικά
     κλητική καππαδοκικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

κωδικός γλώσσας: cpg

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καππαδοκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καππαδοκικός στον πληθυντικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pa.ðo.ciˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπ‐πα‐δο‐κι‐κά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καππαδοκικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καππαδοκικά