καριερίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καριερίστρια < καριερίστας + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καριερίστρια θηλυκό
- θηλυκό του καριερίστας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καριερίστρια
|