καταπαχτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπαχτή < καταπακτή < αρχαία ελληνική καταπακτή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταπαχτή θηλυκό
- άλλη μορφή του καταπακτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπαχτή
|