κεραμιδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.ɾa.miˈði/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθου τον: ΔΦΑ : /toŋ‿ɡe.ɾa.miˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐μι‐δή
- ομόηχο: κεραμιδί
- τονικό παρώνυμο: κεραμίδι
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κεραμιδή