κινητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κινητικά
- όσον αφορά την κίνηση ή την ικανότητα κίνησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κινητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κινητικός