κλασέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα κλασέρ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική classeur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλασέρ ουδέτερο άκλιτο

Ο μηχανισμός ενός κλασέρ.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]