κλειομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλειομετρία οι κλειομετρίες
      γενική της κλειομετρίας των κλειομετριών
    αιτιατική την κλειομετρία τις κλειομετρίες
     κλητική κλειομετρία κλειομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλειομετρία < αγγλική cliometrics < Κλειώ + [μέτρον]]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλειομετρία θηλυκό

  • είναι η εφαρμογή ταιριάσματος της οικονομικής θεωρίας με αυτή των ποσοτικών μεθόδων στη μελέτη της ιστορίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]