κλειομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειομετρία < αγγλική cliometrics < Κλειώ + [μέτρον]]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλειομετρία θηλυκό
- είναι η εφαρμογή ταιριάσματος της οικονομικής θεωρίας με αυτή των ποσοτικών μεθόδων στη μελέτη της ιστορίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ιστοριομετρία
- οικονομετρική ιστορία
- ποσοτική ιστορία
- ιστορία των κοινωνικών επιστημών
- νέα οικονομική ιστορία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειομετρία