κληματίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κληματίδα < αρχαία ελληνική κληματίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κληματίδα θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του κληματσίδα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κληματόβεργα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κληματίδα
|