κοινωνική λειτουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινωνική λειτουργός | οι | κοινωνικές λειτουργοί |
γενική | της | κοινωνικής λειτουργού | των | κοινωνικών λειτουργών |
αιτιατική | την | κοινωνική λειτουργό | τις | κοινωνικές λειτουργούς |
κλητική | κοινωνική λειτουργέ | κοινωνικές λειτουργοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνική λειτουργός < κοινωνική, θηλυκό του κοινωνικός & λειτουργός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κοινωνική λειτουργός θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοινωνικός λειτουργός
κοινωνική λειτουργός