κοινώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινῶς < κοιν(ός) + -ῶς (-ώς)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νώς
- ομόηχο: κοινός, κυνός
- τονικό παρώνυμο: κείνος
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοινώς
- (λόγιο) από όλους (και κοινά)
- ↪ είναι κοινώς αποδεκτό
- (λόγιο) όπως λέγεται από το λαό
- ↪ η έχιδνα, κοινώς οχιά, είναι δηλητηριώδης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κοινώς γνωστό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)