κολεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολεκτομή < κολ(ον) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση μέρους ή ολόκληρου του παχέος εντέρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολεκτομή
|