κομάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομάω < κόμη

Ρήμα[επεξεργασία]

κομάω

  1. αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω τα μαλλιά μακριά
  2. (μεταφορικά) καμαρώνω, υπερηφανεύομαι
  3. (για δέντρα και φυτά) θάλλω, έχω πολλά άνθη ή φύλλα, είμαι γεμάτος από κάτι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]