κομάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομάω < κόμη
Ρήμα[επεξεργασία]
κομάω
- αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω τα μαλλιά μακριά
- (μεταφορικά) καμαρώνω, υπερηφανεύομαι
- (για δέντρα και φυτά) θάλλω, έχω πολλά άνθη ή φύλλα, είμαι γεμάτος από κάτι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ἀστέρες κομόωντες: κομήτες