κοπανιστή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπανιστή οι κοπανιστές
      γενική της κοπανιστής των κοπανιστών
    αιτιατική την κοπανιστή τις κοπανιστές
     κλητική κοπανιστή κοπανιστές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπανιστή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπανιστή θηλυκό

  • είδος τυριού με πιπεράτη γεύση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κοπανιστή

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]