κοσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσιά οι κοσιές
      γενική της κοσιάς των κοσιών
    αιτιατική την κοσιά τις κοσιές
     κλητική κοσιά κοσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσιά < κόσ(α) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσιά θηλυκό

  • → δείτε τη λέξη κόσα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]